εκπεσμός

εκπεσμός
ο
1. υποτίμηση της αξίας πράγματος, έκπτωση.
2. μτφ., παρακμή, ξεπεσμός, υλική ή ηθική κατάπτωση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εκπεσμός — ο 1. ξεπεσμός 2. έκπτωση, υποτίμηση τής αγοραστικής αξίας 3. υλική ή ηθική κατάπτωση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”